- παρακράτημα
- το1. (οικον.) το μέρος τής παραγωγής που παρακρατείται από τον παραγωγό με σκοπό τη συγκράτηση, την διασφάλιση τής τιμής σε ορισμένο επίπεδο2. (δασοπ.) δέντρο που διατηρείται κατά την εκμετάλλευση τών πολυώροφων δασών με σκοπό την παραγωγή χοντρότερου ξύλου.[ΕΤΥΜΟΛ. < παρακρατώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Άστυ].
Dictionary of Greek. 2013.